ζόρκος

ζόρκος
-η, -ο και ζάρκος, -η, -ο
γυμνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζάρκος — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.498 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρκαδόνος. Το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κοντά στον οικισμό, είναι κατάσπαρτο με αρχαία ερείπια. Πρόκειται για τα λείψανα της αρχαίας πόλης… …   Dictionary of Greek

  • ζερκός — ο (για τόπο) άφορος, άγονος, γυμνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. ζόρκος)] …   Dictionary of Greek

  • ζορκιά — η [ζόρκος] γύμνια, γυμνότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”